Aπό το «Ορθοδοξία και νεωτερικότητα – προλεγόμενα» του Παντελή Καλαϊτζίδη.
(εισηγήσεις στο συνέδριο με θέμα «Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα» που πραγματοποιήθηκε το χειμώνα 2001- 2002 στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιερής Μητρόπολης Δημητριάδος)
«(...) ο προνεωτερικός "χριστιανικός" κόσμος, που τόσο εξυμνήθηκε και εξιδανικεύτηκε από τις Εκκλησίες, τη θεολογία ή και την philosophia perennis, δεν είναι παρά μια φάση και ένα σχήμα (ενδεχομένως όχι και το καλύτερο) στην ατέλεστη και διαρκώς εμπλουτιζόμενη σχέση κόσμου και Εκκλησίας, πολιτισμού και χριστιανισμού, και σε καμμία περίπτωση η μοναδική ή οριστική δυνατότητα. Γι' αυτό και αποστολή και πρωταρχική μέριμνα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι η πάση θυσία διαφύλαξη του προνεωτερικού ή πραδοσιακού μοντέλου της κοινωνίας, ή η χιμαιρική καθήλωση στο σχήμα της κωνσταντίνειας περιόδου, αλλά ο ευαγγελισμός και η σωτηρία του κόσμου, η εσχατολογική διάνοιξη και μεταμόρφωση της Ιστορίας. Πολύ περισσότερο όμως δεν μπορεί να αποτελεί ποιμαντική πρόταση της Εκκλησίας προς τον σύγχρονο κόσμο η δήθεν «αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση» και οι αθεολόγητες κορώνες για την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και συνέχειας ή η ιεροποίηση της έννοιας του «τόπου» και του «θεοφόρου ελληνικού λαού», που μας γυρνάνε στον προ Χριστού ιουδαϊκό εθνικισμό και φυλετισμό, καθώς και στις ξεπερασμένες από τη θεολογία και την πράξη της αρχέγονης Εκκλησίας αντιλήψεις περί «περιούσιου λαού του Θεού. Γιατί όπως μας θυμίζει και το κείμενο του π. Alexander Scmemann (…) “μετά τον Χριστό, και ιδίως στην προοπτική της εσχατολογικής αναμονής, δεν υπάρχουν ούτε «άγιοι τόποι» ούτε «ιερές γεωγραφίες», καθώς «η ίδια η Εκκλησία ήτανε η νέα και ουράνια Ιερουσαλήμ. Η Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ήτανε αντίθετα δίχως σημασία. Το γεγονός πως ο Χριστός έρχεται και είναι παρών είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από τα μέρη που Εκείνος βρέθηκε”».